-
1 банк
1. эк. η τράπεζ/α 2. мед. η τράπεζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > банк
-
2 счёт
-а (-у), προθ. о счте, на счету а.1. μέτρημα, αρίθμηση, λογάριασμα•счёт до десяти μέτρημα ως τα δέκα•
обучение -у и письму μάθηση (διδαχή) αρίθμησης και γραφής.
|| λογαριασμός•личный счёт ονομαστικός λογαριασμός•
открыть счёт ανοίγω λογαριασμό•
текущий счёт τρέχων λογαριασμός•
сбыться со -а χάνω (μπερδεύω) το λογαριασμό.
2. έγγραφος λογαριασμός•счёт за газ и электричество έγγραφος λογαριασμός για το γκαζ και το ηλεκτρικό ρεύμα.
3. υπολογισμός.4. πλθ. -ы μτφ. διαφορές, ζητήματα κ.τ.τ. личные -ы προσωπικές διαφορές,5. αποτέλεσμα, σκορ•выиграть со -ом 3:1 κερδίζω (νικώ) με σκορ 3:1.
εκφρ.-ом – α) αριθμώντας, με αριθμό, β) τον αριθμό•дома -ом было четыре – σπίτια ήταν τέσσερα τον αριθμό•без -у – αναρίθμητος, αμέτρητος•в конечном (ή в последнем) -е – τελικά, σε τελευταία ανάλυση•в счёт чего – (λογστ.) από το λογαριασμό του•за счёт чего – σε βάρος του•на чей счёт – ως προς κάποιον, για λογαγαριασμό κάποιου, σχετικά με τον•на чей ή какой счёт – κ. за чей ή какой счёт σε βάρος•на этот счёт – λόγω αυτού, απ αφορμή αυτό•по -у первый, второй – κλπ. πρώτος, δεύτερος κατ αριθμητική σειρά•знать счёт деньгам – να τα λογαριάζεις τα χρήματα (να μη τα ξοδεύεις άσκοπα)•покончить -ы с кем-чем – ξεμπλέκω τους λογαριασμούς με κάποιον• κάτι•не (идти) в счёт – δεν παίρνω υπόψη• (быть) на -у α) είμαι στα υπ όψη. β) λογίζομαι, συμπερ ιλαβαί-νομαι στο λογαριασμό, γ) θεωρούμαι•иметь на -у – έχω στην αριθμητική δύναμη (γραμμένους)•принять на свой счёт – παίρνω επάνω μου, σε βάρος μου•сбросить (скинуть, снять) со -а ή со -ов – ξεγράφω (σβήνω) από το λογαριασμό.